- κητουμένῳ
- κητόομαιgrow to a seamonsterpres part mp masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κητούμαι — κητοῡμαι, όομαι (Α) [κήτος] γίνομαι κήτος («κητουμένῳ τῷ ἰχθύϊ», Αιλ.) … Dictionary of Greek